ξυπάζω — και ξυπώ 1. φοβίζω, τρομάζω κάποιον, κάνω κάποιον να τρομάξει 2. (ενεργ και μέσ.) φοβίζομαι, τρομάζω, σκιάζομαι 3. μτφ. ξαφνιάζω, εκπλήσσω 4. μέσ. ξυπάζομαι υπερηφανεύομαι, επαίρομαι, κομπάζω («πώς συνεννοείσαι με αυτόν τον ξυπασμένο;»). [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
εξυπάζω — και ξυπάζω (Μ ἐξυπάζω) τρομάζω, φοβίζω κάποιον … Dictionary of Greek
ξιπ(π)άζω — (εσφ. γρφ.) βλ. ξυπάζω … Dictionary of Greek
ξυπασιά — η [ξυπάζω] έπαρση, κομπασμός, μεγαλαυχια, οίηση … Dictionary of Greek
ξυπασμός — ο [ξυπάζω] ξύπασμα … Dictionary of Greek
ξυπαστήρι — το μέσο εκφοβισμού, φόβητρο, σκιάχτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυπάζω + επίθημα τήρι (πρβλ. σκαλισ τήρι)] … Dictionary of Greek
ξύπασμα — το [ξυπάζω] 1. ξάφνιασμα, σκιάξιμο 2. ξυπασιά, έπαρση, κομπασμός, υπερηφάνεια … Dictionary of Greek