ξυπάζω

ξυπάζω
μετ.
1) пугать, заставлять вздрагивать; 2) удивлять, изумлять; поражать;

ξυπάζομαι

1) — быть высокомерным, надменным; — важничать; — чваниться;

2) поражаться, удивляться;
3) пугаться, вздрагивать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ξυπάζω" в других словарях:

  • ξυπάζω — και ξυπώ 1. φοβίζω, τρομάζω κάποιον, κάνω κάποιον να τρομάξει 2. (ενεργ και μέσ.) φοβίζομαι, τρομάζω, σκιάζομαι 3. μτφ. ξαφνιάζω, εκπλήσσω 4. μέσ. ξυπάζομαι υπερηφανεύομαι, επαίρομαι, κομπάζω («πώς συνεννοείσαι με αυτόν τον ξυπασμένο;»). [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • εξυπάζω — και ξυπάζω (Μ ἐξυπάζω) τρομάζω, φοβίζω κάποιον …   Dictionary of Greek

  • ξιπ(π)άζω — (εσφ. γρφ.) βλ. ξυπάζω …   Dictionary of Greek

  • ξυπασιά — η [ξυπάζω] έπαρση, κομπασμός, μεγαλαυχια, οίηση …   Dictionary of Greek

  • ξυπασμός — ο [ξυπάζω] ξύπασμα …   Dictionary of Greek

  • ξυπαστήρι — το μέσο εκφοβισμού, φόβητρο, σκιάχτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυπάζω + επίθημα τήρι (πρβλ. σκαλισ τήρι)] …   Dictionary of Greek

  • ξύπασμα — το [ξυπάζω] 1. ξάφνιασμα, σκιάξιμο 2. ξυπασιά, έπαρση, κομπασμός, υπερηφάνεια …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»